- βογιάροι
- Ανώτερη φεουδαρχική τάξη της ρωσικής κοινωνίας, από τον 10o έως τις αρχές του 18ου αι. Η λέξη ετυμολογείται είτε από τις ρωσικές λέξεις μπόι (πολεμιστής) ή μπόλιι (μεγάλος) είτε, κατ΄ άλλους, από τις τουρκικές λέξεις μποϊλού (μεγάλος, υψηλός) ή μπαγιάρ (μεγιστάνας, πλούσιος). Οι β. διαμορφώθηκαν ως τάξη γύρω στον 10ο αι. Στην κοινωνική ιεραρχία βρίσκονταν αμέσως μετά την τάξη των ηγεμόνων και ένα μέρος τους υπηρετούσε στην ακολουθία των πριγκίπων. Απολάμβαναν πολλά προνόμια και κατείχαν ανώτατες στρατιωτικές θέσεις και διοικητικά αξιώματα. Στην περίοδο ανάμεσα στον 12o και τον 15ο αι., οι β. ενισχύθηκαν σημαντικά, αλλά από τον 15o αι., με την εμφάνιση των τάσεων ενοποίησης και καθιέρωσης συγκεντρωτικού συστήματος του ρωσικού κράτους, η δύναμή τους άρχισε να παρακμάζει. Οι ιδιοκτησίες τους περιορίστηκαν και τους αφαιρέθηκαν σημαντικά πολιτικά προνόμια. Αποφασιστικό ήταν το χτύπημα που έδωσε στην τάξη των β. ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός (16ος αι.). Η αποσύνθεση της τάξης τους ολοκληρώθηκε στα χρόνια του τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, όταν οι β. άρχισαν να συγχωνεύονται σταδιακά με την τάξη των ευγενών.
Ο τίτλος του β. επικράτησε και στη γειτονική Ρουμανία, όπου οι β. αποτελούσαν ιδιαίτερη τάξη γαιοκτημόνων ευγενών, από τους οποίους εκλεγόταν ορισμένες φορές και ο ηγεμόνας.
Στη Βουλγαρία, οι β. διακρίνονταν σε μεγάλους και μικρούς και το συμβούλιό τους ασκούσε μεγάλη επιρροή στην εξουσία των τσάρων. Γενικά, πάντως, οι β. υπήρξαν φορείς αντιδραστικών ιδεών.
Ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός, που κατόρθωσε να συντρίψει την τάξη των βογιάρων, σε μικρογραφία του 16ου αι.
Dictionary of Greek. 2013.